- εκπηνίζομαι
- ἐκπηνίζομαι (Α)1. κλώθω, βγάζω μακριά κλωστή2. αναγκάζω κάποιον να βγάλει όσα έφαγε, να κάνει εμετό3. (για συνήγορο) αποσπώ με τεχνάσματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκπηνιεῖται — ἐκπηνίζομαι spin a long thread fut ind mp 3rd sg (attic epic) ἐκπηνίζομαι spin a long thread fut ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπηνίζονται — ἐκπηνίζομαι spin a long thread pres ind mp 3rd pl ἐκπηνίζομαι spin a long thread pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)